ηρατο

ηρατο
    I.
    ἠρᾶτο
    3 л. sing. impf. к ἀράομαι См. αραομαι
    II.
    ἤρατο
    I
    3 л. sing. impf. к ἔραμαι См. εραμαι
    II
    aor. med. к αἴρω См. αιρω (супплетивно и к ἄρνυνμαι)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηρατο" в других словарях:

  • ἠρᾶτο — ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρατο — ἤρᾱτο , ἀρέομαι plup ind mp 3rd sg (attic) αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ἤ̱ρατο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 3rd sg ἤρᾱτο , ἐράομαι love plup ind mp 3rd sg (attic) ἤρᾱτο , ἐράομαι love… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔρατο — αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ᾔρᾱτο , εἰρέω say plup ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρᾶθ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρᾶτ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔρατ' — ᾔρατο , αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ᾔραται , αἴρω attach perf ind mp 3rd pl (epic) ᾔρᾱτο , εἰρέω say plup ind mp 3rd sg (attic) ᾔρᾱται , εἰρέω say perf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρατ' — ἤρᾱτο , ἀρέομαι plup ind mp 3rd sg (attic) ἤρᾱται , ἀρέομαι perf ind mp 3rd sg (attic) ἤρατο , αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ἤ̱ρατο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἤ̱ρατε , αἴρω attach aor ind act 2nd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθουργία — μεγεθουργία, ἡ (Α) η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός] …   Dictionary of Greek

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»