ηρατο
Смотреть что такое "ηρατο" в других словарях:
ἠρᾶτο — ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρατο — ἤρᾱτο , ἀρέομαι plup ind mp 3rd sg (attic) αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ἤ̱ρατο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 3rd sg ἤρᾱτο , ἐράομαι love plup ind mp 3rd sg (attic) ἤρᾱτο , ἐράομαι love… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔρατο — αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ᾔρᾱτο , εἰρέω say plup ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρᾶθ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρᾶτ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔρατ' — ᾔρατο , αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ᾔραται , αἴρω attach perf ind mp 3rd pl (epic) ᾔρᾱτο , εἰρέω say plup ind mp 3rd sg (attic) ᾔρᾱται , εἰρέω say perf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρατ' — ἤρᾱτο , ἀρέομαι plup ind mp 3rd sg (attic) ἤρᾱται , ἀρέομαι perf ind mp 3rd sg (attic) ἤρατο , αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ἤ̱ρατο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἤ̱ρατε , αἴρω attach aor ind act 2nd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθουργία — μεγεθουργία, ἡ (Α) η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός] … Dictionary of Greek
τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… … Dictionary of Greek